γυψωτός

γυψωτός
-ή, -ό (Α γυψωτός, -ή, -όν) [γυψώ]
1. αυτός που αποτελείται από γύψο ή περιέχει γύψο
2. αυτός που έχει αλειφθεί με γύψο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γυψωτός — ή, ό ο φτιαγμένος με γύψο ή αλειμμένος με γύψο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυψωτή — γυψωτός plastered fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”