γυψωτός — ή, ό ο φτιαγμένος με γύψο ή αλειμμένος με γύψο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυψωτή — γυψωτός plastered fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)